εὑρησίλογος

εὑρησίλογος
εὑρησῐ-λογος, ον,
A ingenious in argument, sophistical, Corn.ND31: [comp] Sup., D.L.4.37. —εὑρησι- is freq. in Pap. in this group of words, e.g. PRein.14.23, 15.21 (ii B.C.), Phld.Rh.1.207 S., etc.; εὑρεσι- first in Pap. of iv A.D., POxy.71 i 9 (corr. fr. εὑρησι-), PMasp.153.32 (vi A.D.), etc., f.l. in Plb.18.46.3, Ph.ll.cc. (εὑρης- v.l. 1.628), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • ευρεσίλογος — εὑρεσίλογος, ον (Α) βλ. ευρησίλογος …   Dictionary of Greek

  • ευρησιλογία — εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) [ευρησίλογος] η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι αρχ. 1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν» (για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία 2. ικανότητα στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • ευρησιλογώ — εὑρησιλογώ και εὑρεσιλογῶ, έω (ΑΜ) [ευρησίλογος] εφευρίσκω ευφυή επιχειρήματα ή έξυπνη ερμηνεία για κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”